AddThis Smart Layers

welcome

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

Μια ιστορία ψυχοθεραπείας




   το σύστημα, το υπερσυστημα και η θεραπεία


Το πλαίσιο, το σύστημα, το υπερσυστημα και η θεραπεία. Όλα είναι σχετικά σε αυτή την συνεδρία, ακόμα και αν μπορώ να την πω συνεδρία. Δεν ξέρω ούτε καν το πώς να γράψω για αυτήν. Πάντα πίστευα και διάβαζα ότι η θεραπεία είναι μια στιγμή ελευθερίας, μια ώρα απελευθέρωσης. Αυτό το νόμιζα ακόμα και όταν δούλευα με τους κρατούμενους, ακόμα και τότε ο θεραπευτής μπορούσε να γίνει ένας φορέας ελευθερίας. Στην περίπτωση που θα περιγράψω τίποτα από αυτά δεν ισχύει. Ο τόπος, η ώρα, τα όρια οι ρόλοι, όλα τα στοιχεία για την προστασία του θεραπευόμενου και του θεραπευτή.

Σύμφωνα με τον Willke (1996) κάθε φαινόμενο γίνεται κατανοητό μόνο μέσα στο πλαίσιο του χώρος(χώρος, χρόνος, σχέση). Το πλαίσιο γίνεται κατανοητό με όρους επικοινωνιακών συστημάτων με όρους επανατροφοδοτούμενης κυκλικότητας.
Πάντα αναρωτιόμουν αν τα ίδια πράγματα που λέω στους πελάτες μου, θα ίσχυαν αν τα λέγαμε σε μια καφετέρια, ή έξω στον δρόμο. Αν δεν ήμουν ο θεραπευτής τους και ήμουν ο παιδικός τους φίλος ή ο συνάδελφος τους από την δουλειά.

Κατά την διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας στη Σαμοθράκη, είχα την ευκαιρία να κάνω μια ασυνήθιστη οικογενειακή συνέδρια. Ο « πελάτης» με άκουσε που έκανα πλάκα, το παράπονο μου ότι είμαι ψυχολόγος και ο στρατός με αξιοποιεί σαν μηχανικό αυτοκίνητων. Από αυτά που έμαθα για εκείνον στη συνέχεια, υποθέτω ότι αυτό τον έκανε να πιστέψει ότι θα τον καταλάβω, έτσι άρχισε λοιπόν σαν μια ταύτιση σε ένα μήνυμα που συγκατασκευάσαμε την έννοια του.

« Είσαι ψυχολόγος;» με ρώτησε ο Γιάννης.

«Όχι στον στρατό!» του απάντησα, προσπαθώντας να του εξηγήσω ότι δεν ανήκω στην ομάδα του νοσοκομείου που είχε και ψυχολόγο. Αυτή ήταν βέβαια και μια απάντηση που είχε μέσα της δυο πραγματικότητες: αυτήν της προσωπικής και την άλλη, που επέβαλε αυτό το προσωρινό σύστημα, που μας είχε και τους δυο κατατάξει.

Τότε πέρασε από το μυαλό μου ότι ήταν ανώτερός μου, κοίταξα αμέσως τον γιακά του, όπως είχα μάθει να κάνω για να βλέπω τον « βαθμό», σε αυτόν τον άκαμπτο μικρόκοσμο.

« Έχω ένα πρόβλημα και δεν μπορεί κανείς να με βοηθήσει,… έχω πάει στο νοσοκομείο… έχω κάνει όλες τις εξετάσεις και μου είπαν ότι είναι ψυχολογικό».
Δέχτηκα να τον βοηθήσω, έχοντας στο μυαλό μου ότι θα τα λέγαμε κάπου έξω από το στρατόπεδο. Σκεφτόμουν ότι αν κάναμε μια συνάντηση εκεί μέσα θα φορούσαμε τα ίδια ρούχα και θα διακρινόμασταν από τους βαθμούς μας. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα και του υποσχέθηκα ότι στην πρώτη έξοδό μου θα τα λέγαμε πιο ήσυχα.

Είχα περίπου 5 μήνες να κάνω συνεδρία και αμφέβαλλα για το τι έχει γίνει αυτό το μυαλό, μέσα στο μυαλό μου που δουλεύει για να με παρατηρεί και να παρατηρεί το ίδιο το πλαίσιο. Ήθελα πολύ όμως να το τσεκάρω.

Ο καιρός περνούσε και η έξοδος δεν ερχόταν και έτσι κανονίσαμε να τα πούμε μια μέρα που θα είχαμε υπηρεσία και οι δυο. Η μοναδική ώρα που βρήκαμε ήταν δώδεκα την νύχτα. Αστείο, αλλά το πλαίσιο μόλις είχε αρχίσει να βάλλεται. Ο χώρος συνάντησης ήταν το γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας και η αμοιβή… δεν ξέρω ακόμα.

Ο Γιάννης ήταν 26 ετών, στρατιωτικός μουσικός. Μεγάλωσε χωρίς πατέρα, μια και εκείνος πέθανε όταν ήταν μόλις δύο. Καταγόταν από ένα νησί του Αιγαίου και είχε μεγαλώσει με την μητέρα του και τον παππού του, που ήταν και αυτός μουσικός. Όνειρο του ήταν να παίξει κάποια στιγμή σε μια μεγάλη μπάντα. Στον στρατό είχε μπει για να μπορέσει να εξασφαλίσει ένα σίγουρο μισθό, όπως τον είχαν συμβουλέψει και οι δικοί του. Έπαιζε ένα πνευστό όργανο, όπως και ο παππούς του. Τους τελευταίους μήνες είχε μετατεθεί στο νησί, και δυσκολευόταν πολύ. Αισθανόταν υποδεέστερος από τους άλλους λόγω ηλικίας και βαθμού. Πίστευε ότι όλοι τον κοροϊδεύουν και περνούσε τον περισσότερο του χρόνο στο σπίτι μόνος. Δεν είχε καθόλου όρεξη να βγει. Πριν από περίπου ένα μήνα, λόγω κάποιου προβλήματος που δεν μπορούσε να εντοπιστεί από τους ειδικούς, δεν μπορούσε να παράγει τον ήχο για να παίξει τρομπέτα. Έτσι, τον υποαπασχολούσαν στον να παίζει κάποια κρουστά. Μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον το πώς του είχε κοπεί η πνοή και είχε αναγκαστεί να χτυπάει με δύναμη δυο πιατίνια. Σκεφτόμουν τον παραλληλισμό του συντονιστή και του θεραπευτή.

Τον ρώτησα τι του πρόσφερε η μουσική, και μου είπε ότι ήταν σαν ένας τρόπος να επικοινωνεί με τους άλλους και τώρα πια δεν υπήρχε. Μου θύμιζε ότι και εμένα ο στρατός μου είχε πάρει την τέχνη μου, και ότι πριν πάω να τον συναντήσω αναρωτιόμουν αν θα μπορούσαν να παράγω και εγώ αυτόν τον ήχο της θεραπείας.

Τον παρακίνησα να μου πει παραπάνω, και εκείνος ξεκίνησε να μου λέει ότι από μικρός, όταν αισθανόταν μόνος, έπαιζε μουσική και αυτή ήταν το διαβατήριό του για να είναι ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους, για να σπουδάσει, ακόμα και για να βρει δουλειά.

Αναρωτήθηκα γιατί να χρειάζεται να μπαίνει κάτι σαν ενδιάμεσος, και μου είπε ότι ήταν σαν μια ασπίδα που τώρα έχει χάσει.

Άρχισα να του λέω ότι μου ακούγεται σαν μια ωραία πρόκληση που μπορεί να του κάνει το σώμα του για να μπορέσει να στηριχτεί και στις άλλες του δυνάμεις.

Μου ζήτησε να του πω περισσότερα για αυτό και άκουγε σαν μικρό παιδί. Συνέχισα να του λέω ότι αυτό που τον βοηθούσε στην ουσία, μάλλον άφηνε τις άλλες του δυνάμεις πίσω. Αυτές που θα τον είχαν καλά με τους άλλους. Εκείνος μου είπε ότι είναι παράξενο που το λέω αυτό, γιατί όταν του παρουσιάστηκε το πρόβλημα αυτό είδε ένα όνειρο. Ξεκίνησε να μου λέει ότι είχε δει τον παππού του να παίζουν σε μια μπάντα και ξαφνικά, να του παίρνει την τρομπέτα του από τον στόμα και να του λέει ότι πρέπει να τα καταφέρει χωρίς αυτήν.

Αμέσως, σκέφτηκα ότι αυτό θα μπορούσε να είναι και το μεταβατικό του αντικείμενο, η πιπίλα του. Σε μια πραγματικότητα ενός στρατοπέδου που η κρυψώνα που παρείχε για τους δειλούς, εμένα με έπνιγε, άρχισα να μην πιστεύω ότι εκείνον τον ευνόησε.

« Η μητέρα σου τι λέει, για το ότι ο μοναχογιός της είναι μακριά της;»

« Είναι ασφαλής για το ότι είμαι σε μια σταθερή δουλειά και μου λέει να κάνω υπομονή».

« Και εσύ… είναι σαν να κανείς την επανάστασή σου με το να μην έχεις λόγο να βρίσκεσαι εδώ…».

Μου διηγήθηκε το πώς πολλές φορές ήθελε να παραιτηθεί και εκείνη τον πίεσε να μείνει.

« Θα μπορούσες να της μιλήσεις και να της πεις αυτά που λέμε» είπε και την πήρε στο τηλέφωνο. Του ζήτησα να το βάλει στην ανοιχτή ακρόαση για να ακούμε και οι δυο. Και να τη η οικογενειακή συνάντηση. Χωρίς την φυσική παρουσία της μητέρας, με ένα τηλεφώνημα η κουβέντα μας μετατράπηκε σε μια οικογενειακή « συνάντηση».

Κοίταξα γύρω μου και είδα ότι καθόμουν στην καρεκλά του επισκέπτη και ο Γιάννης στο γραφείο του. Με είχε κεράσει και μια κόκα κόλα…και είχε καλέσει και την μητέρα του στην συνάντηση.

Άρχισα να νοιώθω ότι θα μπορούσα να είμαι μια τρομπέτα με περισσότερες νότες που θα έλεγε αυτά που ο Γιάννης με τον ψευδό του λόγο, που είχε δημιουργηθεί από το πρόβλημα που είχε, δεν θα μπορούσε. Ένας ανθρώπινος σύμμαχος, σκέφτηκα.

Η μητέρα του ήταν 57 ετών, μια πολύ ευγενική και μορφωμένη κυρία. Η ίδια ήταν δασκάλα αγγλικών στο σχολείο. Μου μίλησε για τον γιο της, για το πώς από μικρός κατέφευγε στην μουσική και ότι ήταν πολύ ευαίσθητος. Ότι έκανε όνειρα να παίξει σε μια μεγάλη μπάντα αλλά ότι η πραγματικότητα δεν είναι πάντα τόσο ρόδινη. Εκείνη τον συμβούλευε να κάνει υπομονή να περάσει ο καιρός που θα βρίσκεται στη Σαμοθράκη και μετά όλα θα ήταν καλά. Αυτό ήταν μια παρότρυνση που δεν μπορούσα να ακούσω καθόλου, μια και για εμένα φαινόταν βουνό να μείνω άλλη μια μέρα εκεί και φανταζόμουν πώς εκείνος θα έμενε άλλον έναν χρόνο.

Ο Γιάννης την άκουγε με πολύ προσοχή και σαν να περίμενε να της πω κάτι για να την πείσω να του δώσει την άδεια να κάνει αυτό που αισθάνεται. Της μίλησα για ότι υποθέτω ότι το σύμπτωμα θα μπορούσε να έχει ένα μήνυμα και για εκείνη. Ότι ο γιος της θέλει να κάνει κάτι που δεν είναι σίγουρο και περιορισμένο αλλά εκείνη φοβάται πολύ για να τον αφήσει.

Προσπαθούσε να με ακούσει με αληθινό ενδιαφέρον, μου μιλούσε στον πληθυντικό, επαναλάμβανε το πόσο ή ζωή είναι δύσκολη και η δουλειά του γιου της ήταν μια εξασφάλιση. Σαν να ήταν πιο σημαντικό να είναι εκείνη ήσυχη ότι δεν κινδυνεύει. Στο νου μου στριφογύριζε η έννοια επιλογή και πόσο δύσκολο είναι να ξεχωρίσουμε ότι έχουμε πάντα αυτό το δικαίωμα.

Σε ένα παράλληλο επίπεδο μιλούσαμε για την απελευθέρωση από μια φυλακή και δεν ήταν παράδοξο. Συζητούσαμε για τα δεινά της δέσμευσης και εγώ δεν είχα την επιλογή να φύγω. Άρχισα να σκέφτομαι ότι αυτή την φορά μάλλον αυτό που θα έπρεπε να αλλάξει ήταν το που. Μου ήρθε στο μυαλό μια κουβέντα που είχα κάνει με έναν ψυχαναλυτή που παραφράζοντας έναν βραζιλιανό συνάδελφό του, μου είπε ότι το πλαίσιο είναι αυτό που μένει σταθερό για να αλλάζουν τα υπόλοιπα.

Της ζήτησα να μου πει αν τον εμπιστεύεται και αν πιστεύει ότι του έχει δώσει όλα εκείνα τα εφόδια για να μπορεί να είναι καλά στην ζωή του, ό,τι και να επιλέξει. Εκείνη φαινόταν σαν να μην μπορεί να συνδέσει ότι αυτό που γινόταν είχε να κάνει και με την σχέση τους. Όση ώρα της μιλούσα, ο Γιάννης έμενε άφωνος αλλά τον αισθανόμουν και κάπως άβολα, που κάποιος, ακόμα και αν δεν ήταν αυτός, τα έλεγε στην μητέρα του.
Ένιωθα ότι με άκουγε με έναν σεβασμό, ίσως παραπάνω και από αυτόν που θα απαιτούσαν οι καλοί τρόποι. Αυτό με έκανε να προσπαθήσω και εγώ να της μιλήσω ανοιχτά, αλλά χωρίς να την προκαλώ.

Ξεκίνησα να της αναφέρω ότι είναι πιθανό, όσο καλά και να ξέρει τον γιο της, εκείνος να επιλέγει κάτι για καλό του που να μην συμφωνεί εκείνη και παρόλ΄ αυτά να είναι το σωστό για εκείνον. « Μπορεί να είναι χρήσιμο για τον Γιάννη να μην προσπαθήσει άλλο, απλά να φύγει». Η ίδια, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να καταλάβει, επαναλάμβανε ότι καταλαβαίνει ότι είναι δύσκολα τα πράγματα αλλά αν κάνει υπομονή ο γιος της θα αλλάξουν. Αυτό που μου έκανε εντύπωση, είναι ότι η σχέση τους δεν είχε αυτά που θα περίμενε κανείς, όπως μια κυρίαρχη μάνα. Ήταν σαν να μιλούσαν δυο ομότιμοι. Εγώ τότε τι ήμουν…

Αυτή η περίεργη συμμαχία δεν πιστεύω ότι ήταν έτοιμη να σπάσει. Ακόμα και τώρα δεν ξέρω με ποια μορφή εκφραζόταν. Έκανα πίσω. Απευθύνθηκα στον Γιάννη και του είπα ότι μάλλον είναι εκείνος να πιστέψει ότι μπορεί να κάνει πίσω και να αλλάξει γνώμη και όσο πιο ξεκάθαρα το πει και στην μητέρα του, εκείνη θα το ακούσει.

Αυτό φαινόταν να απενοχοποιεί την μητέρα, αλλά να αγχώνει τον γιο. Αντιλαμβανόμουν ότι μάλλον όλα αυτά λέγονταν σαν μια πρόβα, και ότι είχα μπει εγώ στον ρόλο να παίξω την εξέλιξη της κουβέντας αυτής της οικογένειας. Σαν να λέγαμε ότι , «να έτσι θα ήθελα να γίνει!». Και ποιος άλλος θα ήταν πιο πειστικός…
Το τηλέφωνο έκλεισε. Ρώτησα τον Γιάννη πώς αισθανόταν. Άρχισε να μου λέει ότι η μητέρα του μάλλον με συμπάθησε. Μου έκανε εντύπωση που μου απάντησε για άλλο άτομο. Δεν μπορούσα να καταλάβω, αν το να είναι κανείς τόσο μακριά τελικά είναι μια προσπάθεια να διαφοροποιηθεί, και αν αυτά που έλεγε η μητέρα, τελικά έκρυβαν την αγωνία της για το αν θα μπορούσε να μεγαλώσει το παιδί της. Μου θύμισε αυτό που έλεγαν παλιά «άντε παιδί μου στον στρατό να γίνεις άντρας».

Τον ρώτησα αν θα ένιωθε αποτυχία για εκείνον το να τα παρατήσει. Μου είπε ότι μάλλον μοναξιά. Στην ερώτησή μου για το ποιος είναι ο λόγος που πιστεύει ότι θα ένιωθε έτσι , απάντησε ότι εδώ τον ξέρουν και τους ξέρει.

Σαν μια οικογένεια, σκέφτηκα, ένα σύστημα που τον βοηθούσε να ζει, να δουλεύει αλλά δεν τον καταλαβαίνει και δεν του έδινε άξια. «Είναι δύσκολο…» του είπα «να φεύγεις με την εντολή να είσαι κάπου προστατευμένα αλλά να μην μπορείς να γλιτώσεις από αυτήν την προστασία».
Η θεωρία της συναισθηματικής προσκόλλησης (attachment theory) του John Bowlby είναι συμβατή με τη συστημική προσέγγιση και τονίζει τους λόγους για τους οποίους ένα σύστημα (άτομο, οικογένεια) μοιάζει να«δυσλειτουργεί». Πίσω από όλες τις ψυχολογικές δυσκολίες κρύβεται η ανασφαλής προσκόλληση προς τους γονείς στις διάφορες διαβαθμίσεις της. Η συναισθηματική ασφάλεια αποτελεί αναπτυξιακή αναγκαιότητα, αφού η έλλειψή της έχει αποδεδειγμένα τόσο οργανικές όσο και ψυχολογικές επιπτώσεις για το παιδί που μεγαλώνει. Η έλλειψη πραγματικής ασφάλειας εσωτερικεύεται ως βασική ανασφάλεια με τον εαυτό και στη σχέση με τους άλλους, και συχνά μασκαρεύεται ως υπερβολική αυτοπεποίθηση. Το μοτίβο της ανασφαλούς προσκόλλησης στη σχέση με τους γονείς μεταβιβάζεται διαγενεολογικά στα παιδιά ιδίως όταν η συντροφική σχέση έχει αποτύχει στο να φέρει κάποια συναισθηματική πληρότητα. Έτσι τα παιδιά αναλαμβάνουν το ρόλο της βασικής διορθωτικής φιγούρας στη ζωή των γονιών είτε με το ρόλο του «πρώιμου ενήλικου», είτε με το ρόλο του «αιώνιου παιδιού».

Μου ήρθε στο μυαλό η ζωγραφιά του M.C. Escher (1956) με το χέρι που ζωγραφίζει ένα χέρι και έτσι αισθανόμουν, σαν να ήμουν ένα χέρι που φαινόταν εκτός πλαισίου να ζωγραφίζει ένα άλλο χέρι, αλλά και οι δυο ανήκαμε στον ίδιο πίνακα. Δεν ξέρω αν θέλαμε να είμαστε και οι δυο, αλλά έχει να κάνει και το τι σε κρατάει στο πλαίσιο.

Υπέθεσα ότι μεγάλο ρόλο είχε παίξει και ο θάνατος του πατέρα του από την μια πλευρά και από την άλλη ο θάνατος του παππού.

Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι ο φόβος της μητέρας του ότι πρέπει να είναι κάπου προστατευμένος ήταν η κύρια έννοια της, αλλά και ο κύριος φόβος της. Ένας φόβος που δεν ήταν δικός του.

Κατάλαβα ότι δεν μπορούσε να ακούσει περισσότερα, μια και ένιωθα δύσκολο να πλησιάσει σε όποια αρνητικά συναισθήματα μπορεί να είχε για την μητέρα του.

Με ευχαρίστησε και έφυγα με την σκέψη ότι μάλλον όπως και η τέχνη έτσι και η συνεδρία που κάναμε, ήταν μια εκτός πλαισίου ψυχοθεραπεία αλλά και η ψυχοθεραπεία είναι μια εκτός πλαισίου τέχνη.

(Οι καταστάσεις τα ονόματα και οι ιδιότητες έχουν σκόπιμα δεχτεί αλλαγές για την προστασία των εμπλεκομένων)

ψυχολόγος μαρούσι 
2102750082
6936925686

Δεν υπάρχουν σχόλια: