AddThis Smart Layers

welcome

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

Τα είχε όλα σχεδιάσει -διήγημα δωρεάν- Τρίτο μέρος




.βρείτε το πρώτο μέρος στο 

και το δεύτερο μέρος στο


Η ματιά της έπεσε σε έναν μικρό πίνακα ανακοινώσεων, κάπου κοντά στην πόρτα. Εκεί συνήθιζαν να βάζουν οι θαμώνες διάφορες μικρές αγγελίες ή προσκλήσεις σε γάμους και διάφορες εκδηλώσεις.
- Θα μπορούσα να βάλω κάτι στον πίνακα σας, ρώτησε και αφού πήρε την άδεια έβγαλε ένα μικρό χαρτάκι με μικρά μαύρα γράμματα που θύμιζε τηλεγράφημα, από την τσάντα της και το κόλλησε με προσοχή στο μικρό πίνακα.
            Εκείνος συνέχισε την δουλειά του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, αν και μέσα του «καιγόταν» να πάει κοντά να δει τι έλεγε αυτό το χαρτί. Ακόμα και ο ίδιος δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τον ενδιέφερε τόσο πολύ. Άφησε να περάσει λίγη ώρα και απομακρύνθηκε από το πόστο του, όπως συνήθιζε να κάνει τα μεσημέρια που η κίνηση έπεφτε. Έκανε μια βόλτα στον χώρο και διακριτικά πλησίασε προς το μέρος που είχε αναρτηθεί η αγγελία. Στην αρχή έκανε πως ταχτοποιεί τις ανακοινώσεις για να φαίνονται όλες. Άρχισε να βγάζει μια μια και να την ξανακαρφιτσωνει σε άλλη θέση. Μετά από δυο λεπτά έπιασε στα χέρια του και αυτή που είχε βάλει η γυναίκα. Την περιεργάστηκε για λίγο κάνοντας ότι ψάχνει μέρος για να την βάλει και μετά άρχισε να την διαβάζει.
“ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΆΦΟΣ ΠΟΥ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΜΙΑ ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ, ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ ΕΡΓΑΣΙΑ, ΑΜΟΙΒΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΉ”
πιο κάτω είχε γραμμένο ένα κινητό τηλέφωνο που φαινόταν να είναι από το εξωτερικό και τίποτα άλλο. Πέρασε τον αριθμό στο κινητό του και τέλειωσε την τακτοποίηση γρήγορα γρήγορα. Ο αριθμός αυτός έμεινε εκεί αποθηκευμένος για περίπου μια εβδομάδα όταν ένα μεσημέρι ξαναφάνηκε ιδιοκτήτρια του. Ρώτησε τον ιδιοκτήτη εάν είχε κάνεις ενδιαφερθεί και τον παρακάλεσε να ρωτήσει όποιον γνωστό  μπορούσε. Φαινόταν ταραγμένη και είχε χάσει σχεδόν όλο το μυστήριο που την περιέβαλε.
            Οι ικανότητες του στην δακτυλογράφηση ήταν κάπως επαρκείς αν και δεν ήταν τόσο γρήγορος. Άρχισε να το σκάφτεται σοβαρά, θα ήταν ένας τρόπος να μπορέσει να εξοικονόμηση περισσότερα χρήματα για τον κρυφό λογαριασμό του. Χρήματα που θα τον έφερναν όλο και πιο κοντά στα σχέδια του. Δεν ήταν σίγουρος για το αν ήθελε να επιταχύνει την φυγή του αλλά ήταν βέβαιος ότι θα ήθελε να μπορεί να επιλέξει εκείνος το πότε και όχι τα οικονομικά του.
            Μετά από αρκετή σκέψη αποφάσισε να τηλεφωνήσει. Στην άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε μια γυναικεία φωνή που έμοιαζε με αυτή της γυναίκας που είχε γνωρίσει. “ Παίρνω για την Αγγελία.... ε ΕΕΕ εσείς τι ζητάτε” ρώτησε διστακτικά,
“ Ξέρετε δακτυλογράφηση;” είπε με το γνωστό κοφτό τόνο η γυναίκα.
“ΕΕ... μάλιστα πιστεύω πως μπορώ...” απάντησε κομπιάζοντας.
“Ποια γλωσσά μιλάτε” συνέχισε την ιδιότυπη συνέντευξη η ίδια.
“Ελληνικά... κάνουν;”
Το ραντεβού κλείστηκε για την επομένη ημέρα. Το σημείο συνάντησης ήταν ένα κεντρικό πολυκατάστημα. Πήγε εκεί και περίμενε για περίπου δέκα λεπτά όταν...
“Γεια... είμαι η 'Ελέν” άκουσε μια φωνή από πίσω του.
“Χαίρω πολύ Άλεξ” αποκρίθηκε και έκανε να δώσει το χέρι του.
“ Πάμε, δεν έχουμε καιρό για ευγένειες” ακούστηκε να λέει η Ελέν και ξεκίνησε να προχωράει.
Μπήκαν σε ένα αυτοκίνητο με φήμη τζάμια και άρχισαν να κατευθύνονται προς το κέντρο. Στον δρόμο αντάλλαξαν πολύ λίγες κουβέντες. Ο Αλέξ σκεφτόταν ότι μάλλον δεν είχε κάνει καλά που είχε μπει σε ένα άγνωστο αυτοκίνητο και μάλιστα με άτομα που καλά καλά δεν γνώριζε. Άρχισε να νοιώθει άβολα και να προετοιμάζει δικαιολογίες για να κατέβει. Πριν ακόμα βρει το κουράγιο να μιλήσει είχαν φτάσει. Η συνοικία φαινόταν γνώριμη  στον ίδιο αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί που ακριβώς την είχε ξαναδεί.
             Ο δρόμος ήταν σχεδόν άδειος και ελάχιστοι περπατούσαν στα σοκάκια. Ξαφνικά ακούστηκε μια  βραχνή αντρική φωνή
“ Περάστε μέσα γρήγορα”
Το σπίτι που μπήκαν έμοιαζε με ένα πολύ παλιό διαμέρισμα. Ταπετσαρίες κιτρινισμένες και σκισμένες από την πολυκαιρία, παράθυρα από ξύλο και ψηλά ταβάνια. Στον ¨Αλέξ άρεσαν τα παλιά σπίτια, πίστευε ότι είχαν κάτι από τη ζωή των προηγούμενων ιδιοκτητών τους. Όταν είχε την ευκαιρία να επισπευτεί κάποιο έφτιαχνε με το νου του ιστορίες για την οικογένεια που μπορούσε να είχε ζήσει εκεί. Αυτό όμως το σπίτι πραγματικά είχε κάτι το διαφορετικό. Παντού υπήρχαν γραφεία πρόχειρα στημένα με λεπτούς ξύλινους διαχωριστικούς τοίχους και βαριές κουρτίνες για πόρτες. Αν και ήταν ακόμα ημέρα όλα τα παράθυρα ήταν κλειστά και τον ρόλο του ήλιου έπαιζαν κάτι ψυχρές λάμπες φθορίου. Την σκέψη του σταμάτησε ο χαρακτηριστικός ήχος μιας γραφομηχανής.
            Ο άνθρωπος που την χειριζόταν, έγραφε τόσο γρήγορα που ο θόρυβος από τα πλήκτρα ακουγόταν σαν χιλιάδες σφυριά. Γύρω του υπήρχαν πολλά πεταμένα χαρτιά που όμως πρώτα είχαν περάσει από κάποιου είδους καταστροφέα εγγράφων. Αφού πέρασαν όλο τον μακρύ διάδρομο έφτασαν σε ένα γραφείο. Η Ελέν τον έβαλε να κάτσει και του είπε να περιμένει. Σε λίγο μπήκε στο δωμάτιο ένας ψηλός άντρας γύρω στα 40.
“Αλέξ είπαμε ε? Και από που βγαίνει το Αλέξ” ρώτησε
“ Από το Αλέξανδρος”
“ Περίεργο όνομα για Γάλλο, από που είσαι”
“ Έχω γεννηθεί στο Παρίσι” είπε κάπως πειραγμένος ο Άλεξ.
Η κουβέντα προχώρησε και η αποκάλυψη για την καταγωγή του δεν άργησε να γίνει. Μέτα από αυτή την αποκάλυψη με έναν μαγικό τρόπο το ύφος του άντρα αλλά αργότερα και όλων όσων τον έβλεπαν είχε αλλάξει. Ήταν σαν αυτή και μόνο η πληροφορία να είχε αλλάξει την στάση όλων προς το πολύ φιλικότερο.
“ Αυτό που θέλουμε από εσένα Αλέξανδρε, είναι να μας μεταφράζεις και να μας δακτυλογραφείς κάποιες επιστολές, αυτό είναι όλο, κάθε δευτέρα θα πληρώνεσαι”
“ Εντάξει κύριε...” είπε ο Άλεξ
“ Εμένα θα με φωνάζεις Ιαν, την Ελέν φαντάζομαι είχες την ευκαιρία να την γνωρίσεις προηγουμένως”
Η δουλειά φαινόταν απλή και το κλίμα δεν σήκωνε και πολλές ερωτήσεις παρά την μεταστροφή του στο πολύ φιλικότερο. Οι ώρες που θα τον χρειάζονταν ήταν περιορισμένες και τα χρήματα πολύ καλά. Του δόθηκε ένα γραφείο από τα σχεδόν πανομοιότυπα του σπιτιού αυτού. Πάνω στο γραφείο υπήρχε μόνο μια παλιά γραφομηχανή, μαύρη με χρυσά γράμματα που μάλλον θύμιζαν Ρώσικα. Τα πλήκτρα ήταν κάπως ταλαιπωρημένα και τα γράμματα ίσα ίσα που φαίνονταν. Σε λίγα λεπτά μπήκε μέσα στο δωμάτιο η Ελέν. Κρατούσε στα χέρια της μερικές κόλλες χαρτί και ένα μικρό λεξικό. Του ζήτησε για αρχή να μεταφράσει ένα ποίημα του Καβάφη, έτσι κάτι σαν δοκιμή.
“ Αν μπορείς να μεταφράσεις αυτό, τότε μάλλον μας κάνεις” του είπε χαμογελώντας. Ήταν η πρώτη φορά που την  έβλεπε να χαμογελά και να αφήνει πίσω της αυτό το σφιγμένο ύφος της. Σκέφτηκε ότι μάλλον ο χώρος αυτός θα ήταν το δικό της καφέ. Το σημείο δηλαδή που θα ένιωθε ασφαλής και σίγουρη να βγάλει τον άλλο της εαυτό. Η σκέψη αυτή τον καθησύχασε γιατί ήδη βρισκόταν πολύ έξω από τα νερά του. Αυτό που τον παρηγορούσε ήταν πως δεν θα χρειαζόταν να μένει για πολλές ώρες εκεί και πως έστω και ένας άνθρωπος είχε σχέση με το μαγαζί που δούλευε.

συνέχεια στο
http://psychologosgr.blogspot.com/2011/10/blog-post_1518.html

Δεν υπάρχουν σχόλια: